- αναστομώνω
- (Α ἀναστομῶ, -όω)ανοίγω τρύπα, διανοίγω, διευρύνω άνοιγμανεοελλ.1. ακονίζω, τροχίζω2. (για μέταλλα) ξαναβάφω3. λειαίνω σωλήνα εσωτερικά4. ιατρ. διενεργώ αναστόμωση5. μέσ. αναστομώνομαιανατ. συνενώνομαι, συμβάλλωαρχ.μέσ.1. ανοίγομαι, διαστέλλομαι2. σχηματίζω πορθμό.
Dictionary of Greek. 2013.